μύττακες: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myttakes
|Transliteration C=myttakes
|Beta Code=mu/ttakes
|Beta Code=mu/ttakes
|Definition=<b class="b3">μύκαι, Σικελοί· Ἴωνες πώγωνα</b>, Hsch. μυττάλυτα· [[μεγάλα]] (<b class="b3">-λου</b> cod.), Id. μυττάξασα· [[στενάξασα]], Id. μυττηκάζειν· [[στένειν]], Id. μύττηξ, a bird, Id. μυττιλανός· [[ἀπόπληκτος]], Id. μυττίς, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the ink of the cuttle-fish</b>, Id.; cf. [[μύτις]].</span>
|Definition=<b class="b3">μύκαι, Σικελοί· Ἴωνες πώγωνα</b>, Hsch. μυττάλυτα· [[μεγάλα]] (<b class="b3">-λου</b> cod.), Id. μυττάξασα· [[στενάξασα]], Id. μυττηκάζειν· [[στένειν]], Id. μύττηξ, a bird, Id. μυττιλανός· [[ἀπόπληκτος]], Id. μυττίς, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">the ink of the cuttle-fish</b>, Id.; cf. [[μύτις]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:50, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύττακες Medium diacritics: μύττακες Low diacritics: μύττακες Capitals: ΜΥΤΤΑΚΕΣ
Transliteration A: mýttakes Transliteration B: myttakes Transliteration C: myttakes Beta Code: mu/ttakes

English (LSJ)

μύκαι, Σικελοί· Ἴωνες πώγωνα, Hsch. μυττάλυτα· μεγάλα (-λου cod.), Id. μυττάξασα· στενάξασα, Id. μυττηκάζειν· στένειν, Id. μύττηξ, a bird, Id. μυττιλανός· ἀπόπληκτος, Id. μυττίς, ἡ, A the ink of the cuttle-fish, Id.; cf. μύτις.

Greek (Liddell-Scott)

μύττακες: «μυκαί. Σικελοί· Ἴωνες (Λάκωνες Schmidt)· πώγωνα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μύττακες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μύκαι, Σικελοί
Ἴωνες πώγωνα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μύσταξ, -ακος «μουστάκι». Ο τ. Ἴωνες, στο ερμήνευμα του Ησύχ. έχει διορθωθεί σε Λάκωνες ή σε Κρῆτες, στις περιοχές τών οποίων παρατηρείται η εξέλιξη του -στ- σε -ττ-].