τροπολογέω: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tropologeo | |Transliteration C=tropologeo | ||
|Beta Code=tropologe/w | |Beta Code=tropologe/w | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[expound allegorically]], Aristeas <span class="bibl">150</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροπολογέω''': ὁμιλῶ τροπικῶς, ἀλληγορικῶς, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 1. 15. - Καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. βορρᾶς, «[[ἄνεμος]] ψυχρὸς [[παγώδης]] καὶ [[σκληρός]], ὃς τροπολογούμενος σκαιὸς καὶ [[ἀπόπεμπτος]] λέγεται». | |lstext='''τροπολογέω''': ὁμιλῶ τροπικῶς, ἀλληγορικῶς, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 1. 15. - Καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. βορρᾶς, «[[ἄνεμος]] ψυχρὸς [[παγώδης]] καὶ [[σκληρός]], ὃς τροπολογούμενος σκαιὸς καὶ [[ἀπόπεμπτος]] λέγεται». | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 31 December 2020
English (LSJ)
A expound allegorically, Aristeas 150.
Greek (Liddell-Scott)
τροπολογέω: ὁμιλῶ τροπικῶς, ἀλληγορικῶς, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 1. 15. - Καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. βορρᾶς, «ἄνεμος ψυχρὸς παγώδης καὶ σκληρός, ὃς τροπολογούμενος σκαιὸς καὶ ἀπόπεμπτος λέγεται».