μονοπόδιον: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(c1)
 
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] τό, ein Tisch mit <b class="b2">einem</b> Fuße, Plin.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] τό, ein Tisch mit [[einem]] Fuße, Plin.
}}
{{ls
|lstext='''μονοπόδιον''': τό, [[τράπεζα]] ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς στηριζόμενη, Λίβιος 39, 6, ἐν τέλει· πρβλ. Πλίν. 34, 3, 8, § 14.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοπόδιον]], τὸ (Α)<br />[[τραπέζι]] που στηρίζεται σε ένα [[πόδι]].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 6 January 2021

German (Pape)

[Seite 204] τό, ein Tisch mit einem Fuße, Plin.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπόδιον: τό, τράπεζα ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς στηριζόμενη, Λίβιος 39, 6, ἐν τέλει· πρβλ. Πλίν. 34, 3, 8, § 14.

Greek Monolingual

μονοπόδιον, τὸ (Α)
τραπέζι που στηρίζεται σε ένα πόδι.