εξάλλομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(12) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξάλλομαι]] (Α) [[άλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («ἐμμεμαὼς | |mltxt=[[ἐξάλλομαι]] (Α) [[άλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («ἐμμεμαὼς ([[λέων]]) βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> τινάζομαι από τη [[θέση]] μου<br /><b>3.</b> (για [[ψάρι]]) [[πηδώ]] έξω από το [[νερό]]<br /><b>4.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) εξαρθρώνομαι<br /><b>5.</b> (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα<br /><b>6.</b> (για άλογα) [[στέκομαι]] όρθιος στα [[πίσω]] πόδια<br /><b>7.</b> πρήζομαι, εξογκώνομαι<br /><b>9.</b> [[καταφεύγω]] («πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῑνο... ἐξάλλονται», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:18, 12 January 2021
Greek Monolingual
ἐξάλλομαι (Α) άλλομαι
1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς (λέων) βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. τινάζομαι από τη θέση μου
3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό
4. (για μέλος του σώματος) εξαρθρώνομαι
5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα
6. (για άλογα) στέκομαι όρθιος στα πίσω πόδια
7. πρήζομαι, εξογκώνομαι
9. καταφεύγω («πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῑνο... ἐξάλλονται», Πλούτ.).