διβαφής: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΝ) και [[δίβαφος]], -ο (Α -ος, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] δύο φορές θαμμένος.
|mltxt=-ές (ΑΝ) και [[δίβαφος]], -ο (Α -ος, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] δύο φορές [[βαμμένος]].
}}
}}

Revision as of 13:34, 14 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διβᾰφής Medium diacritics: διβαφής Low diacritics: διβαφής Capitals: ΔΙΒΑΦΗΣ
Transliteration A: dibaphḗs Transliteration B: dibaphēs Transliteration C: divafis Beta Code: dibafh/s

English (LSJ)

ές, = δίβαφος (double-dyed), Sm., Thd. Ex. 25.4.

Greek (Liddell-Scott)

διβαφής: -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4).

Spanish (DGE)

-ές teñido dos veces Al.Ex.25.4.

Greek Monolingual

-ές (ΑΝ) και δίβαφος, -ο (Α -ος, -ον)
αυτός που είναι δύο φορές βαμμένος.