διβαφής: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΝ) και [[δίβαφος]], -ο (Α -ος, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] δύο φορές | |mltxt=-ές (ΑΝ) και [[δίβαφος]], -ο (Α -ος, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] δύο φορές [[βαμμένος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:34, 14 January 2021
English (LSJ)
ές, = δίβαφος (double-dyed), Sm., Thd. Ex. 25.4.
Greek (Liddell-Scott)
διβαφής: -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4).
Spanish (DGE)
-ές teñido dos veces Al.Ex.25.4.
Greek Monolingual
-ές (ΑΝ) και δίβαφος, -ο (Α -ος, -ον)
αυτός που είναι δύο φορές βαμμένος.