ευάριθμος: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(14) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ εὐάριθμος, -ον)<br />[[ευαρίθμητος]], αυτός που μετριέται εύκολα και, άρα, ο [[ολιγάριθμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αριθμός]]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐάριθμος]], -ον)<br />[[ευαρίθμητος]], αυτός που μετριέται εύκολα και, άρα, ο [[ολιγάριθμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αριθμός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 15 January 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐάριθμος, -ον)
ευαρίθμητος, αυτός που μετριέται εύκολα και, άρα, ο ολιγάριθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμός].