πλατύρρινος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(33) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=platyrrinos | |Transliteration C=platyrrinos | ||
|Beta Code=platu/rrinos | |Beta Code=platu/rrinos | ||
|Definition=ον, = | |Definition=ον, = [[πλατύρρις]] ([[broad-nosed]]), Heph.Astr. 2.2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πλατύρρινος]], -ον, ΝΑ, και ως ουσ., [[πλατύρρις]], -ινος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει πλατιά [[μύτη]], ο [[πλατσομύτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι πλατύρρινοι</i><br /><b>ζωολ.</b> ανθυπόταξη πιθήκων του Νέου Κόσμου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους καταρρίνους του Παλαιού Κόσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥίς</i>, [[ῥινός]]. | |mltxt=-η, -ο / [[πλατύρρινος]], -ον, ΝΑ, και ως ουσ., [[πλατύρρις]], -ινος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει πλατιά [[μύτη]], ο [[πλατσομύτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι πλατύρρινοι</i><br /><b>ζωολ.</b> ανθυπόταξη πιθήκων του Νέου Κόσμου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους καταρρίνους του Παλαιού Κόσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥίς</i>, [[ῥινός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:02, 16 January 2021
English (LSJ)
ον, = πλατύρρις (broad-nosed), Heph.Astr. 2.2.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατύρρινος, -ον, ΝΑ, και ως ουσ., πλατύρρις, -ινος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πλατιά μύτη, ο πλατσομύτης
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλατύρρινοι
ζωολ. ανθυπόταξη πιθήκων του Νέου Κόσμου, σε αντιδιαστολή προς τους καταρρίνους του Παλαιού Κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + ῥίς, ῥινός.