νυκτοφυλακή: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nyktofylaki | |Transliteration C=nyktofylaki | ||
|Beta Code=nuktofulakh/ | |Beta Code=nuktofulakh/ | ||
|Definition=ἡ, = | |Definition=ἡ, = [[νυκτοφυλακία]] ([[night-watch]]), v. [[νυκτοφυλακέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[νυχτοφυλακή]], η (Α [[νυκτοφυλακή]])<br />νυχτερινή [[φρουρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών στρατιωτών που αποτελούν τη νυχτερινή [[φρουρά]]<br /><b>2.</b> [[υπηρεσία]] που φρουρεί έναν [[τόπο]] ή εποπτεύει στη [[διάρκεια]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[φυλακή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:02, 16 January 2021
English (LSJ)
ἡ, = νυκτοφυλακία (night-watch), v. νυκτοφυλακέω.
Greek Monolingual
και νυχτοφυλακή, η (Α νυκτοφυλακή)
νυχτερινή φρουρά
νεοελλ.
1. το σύνολο τών στρατιωτών που αποτελούν τη νυχτερινή φρουρά
2. υπηρεσία που φρουρεί έναν τόπο ή εποπτεύει στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φυλακή.