Σιδόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(37)
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Σιδόνιος
|Medium diacritics=Σιδόνιος
|Low diacritics=Σιδόνιος
|Capitals=ΣΙΔΟΝΙΟΣ
|Transliteration A=Sidónios
|Transliteration B=Sidonios
|Transliteration C=Sidonios
|Beta Code=*sido/nios
|Definition=v. [[Σιδών]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Σιδώνιος]] ; ἡ Σιδονίη <i>(ion.)</i> OD le territoire de Sidon.<br />'''Étymologie:''' [[Σιδών]].
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Σιδώνιος]] ; ἡ Σιδονίη <i>(ion.)</i> OD le territoire de Sidon.<br />'''Étymologie:''' [[Σιδών]].
Line 4: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μτγν. τ. Σιδώνιος, -ία, -ον, και ιων. τ. θηλ. Σιδονίη, και τ. θηλ. Σιδωνιάς, -[[άδος]], Α [[Σιδών]], -<i>ῶνος</i>]<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Σιδώνας ή αυτός που κατάγεται από τη [[Σιδώνα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ Σιδονία</i> και <i>Σιδονίη</i><br />(ενν. <i>γῆ</i>) η [[χώρα]] τών Σιδονίων, η [[Σιδώνα]].
|mltxt=και μτγν. τ. Σιδώνιος, -ία, -ον, και ιων. τ. θηλ. Σιδονίη, και τ. θηλ. Σιδωνιάς, -[[άδος]], Α [[Σιδών]], -<i>ῶνος</i>]<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Σιδώνας ή αυτός που κατάγεται από τη [[Σιδώνα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ Σιδονία</i> και <i>Σιδονίη</i><br />(ενν. <i>γῆ</i>) η [[χώρα]] τών Σιδονίων, η [[Σιδώνα]].
}}
{{elru
|elrutext='''Σῑδόνιος:''' Hom., Aesch., Her. = [[Σιδώνιος]] I и II.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σιδόνιος Medium diacritics: Σιδόνιος Low diacritics: Σιδόνιος Capitals: ΣΙΔΟΝΙΟΣ
Transliteration A: Sidónios Transliteration B: Sidonios Transliteration C: Sidonios Beta Code: *sido/nios

English (LSJ)

v. Σιδών.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Σιδώνιος ; ἡ Σιδονίη (ion.) OD le territoire de Sidon.
Étymologie: Σιδών.

Greek Monolingual

και μτγν. τ. Σιδώνιος, -ία, -ον, και ιων. τ. θηλ. Σιδονίη, και τ. θηλ. Σιδωνιάς, -άδος, Α Σιδών, -ῶνος]
1. ο κάτοικος της Σιδώνας ή αυτός που κατάγεται από τη Σιδώνα
2. το θηλ. ἡ Σιδονία και Σιδονίη
(ενν. γῆ) η χώρα τών Σιδονίων, η Σιδώνα.

Russian (Dvoretsky)

Σῑδόνιος: Hom., Aesch., Her. = Σιδώνιος I и II.