στύμος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(39) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=στύμος | |||
|Medium diacritics=στύμος | |||
|Low diacritics=στύμος | |||
|Capitals=ΣΤΥΜΟΣ | |||
|Transliteration A=stýmos | |||
|Transliteration B=stymos | |||
|Transliteration C=stymos | |||
|Beta Code=stu/mos | |||
|Definition=[[στέλεχος]], [[κορμός]], Hsch. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στέλεχος]], [[κορμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[στύπος]] και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -<i>μος</i> αναλογικά [[προς]] το <i>κορ</i>-<i>μός</i> ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια [[παλιά]] [[εναλλαγή]] <i>π</i>/<i>μ</i>. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η [[περίπτωση]] να πρόκειται για εσφ. γρφ.]. | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στέλεχος]], [[κορμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[στύπος]] και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -<i>μος</i> αναλογικά [[προς]] το <i>κορ</i>-<i>μός</i> ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια [[παλιά]] [[εναλλαγή]] <i>π</i>/<i>μ</i>. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η [[περίπτωση]] να πρόκειται για εσφ. γρφ.]. |
Revision as of 10:47, 31 January 2021
English (LSJ)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «στέλεχος, κορμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. στύπος και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -μος αναλογικά προς το κορ-μός ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια παλιά εναλλαγή π/μ. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η περίπτωση να πρόκειται για εσφ. γρφ.].
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «στέλεχος, κορμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. στύπος και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -μος αναλογικά προς το κορ-μός ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια παλιά εναλλαγή π/μ. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η περίπτωση να πρόκειται για εσφ. γρφ.].