θρασυμάχειος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(17) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=θρασυμάχειος | |||
|Medium diacritics=θρασυμάχειος | |||
|Low diacritics=θρασυμάχειος | |||
|Capitals=ΘΡΑΣΥΜΑΧΕΙΟΣ | |||
|Transliteration A=thrasymácheios | |||
|Transliteration B=thrasymacheios | |||
|Transliteration C=thrasymacheios | |||
|Beta Code=qrasuma/xeios | |||
|Definition=v. [[θρασύμαχος]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θρασυμάχειος]], -α, -ον (Α) [[Θρασύμαχος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θρασύμαχο. | |mltxt=[[θρασυμάχειος]], -α, -ον (Α) [[Θρασύμαχος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θρασύμαχο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 31 January 2021
English (LSJ)
v. θρασύμαχος.
Greek Monolingual
θρασυμάχειος, -α, -ον (Α) Θρασύμαχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θρασύμαχο.