δαιμονιόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(8)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=δαιμονιόληπτος
|Medium diacritics=δαιμονιόληπτος
|Low diacritics=δαιμονιόληπτος
|Capitals=ΔΑΙΜΟΝΙΟΛΗΠΤΟΣ
|Transliteration A=daimoniólēptos
|Transliteration B=daimoniolēptos
|Transliteration C=daimonioliptos
|Beta Code=daimonio/lhptos
|Definition=v. [[δαιμονιόπληκτος]]. [To be deleted (Suppl.)]
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] von einem Dämon besessen, Iustin. M.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] von einem Dämon besessen, Iustin. M.

Revision as of 11:01, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονιόληπτος Medium diacritics: δαιμονιόληπτος Low diacritics: δαιμονιόληπτος Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: daimoniólēptos Transliteration B: daimoniolēptos Transliteration C: daimonioliptos Beta Code: daimonio/lhptos

English (LSJ)

v. δαιμονιόπληκτος. [To be deleted (Suppl.)]

German (Pape)

[Seite 514] von einem Dämon besessen, Iustin. M.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονιόληπτος: -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ δαιμονόληπτος, δαιμονοληψία.

Spanish (DGE)

-ον
poseído por los espíritus δ. καὶ μαινόμενος Iust.Phil.1Apol.18.4.

Greek Monolingual

δαιμονιόληπτος και δαιμονόληπτος, -ον (AM)
αυτός που έχει καταληφθεί από δαιμόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + -ληπτος < λαμβάνω.