μαλακόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
(3)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μαλακόθριξ
|Medium diacritics=μαλακόθριξ
|Low diacritics=μαλακόθριξ
|Capitals=ΜΑΛΑΚΟΘΡΙΞ
|Transliteration A=malakóthrix
|Transliteration B=malakothrix
|Transliteration C=malakothriks
|Beta Code=malako/qric
|Definition=-τριχος, ὁ, ἡ, [[soft-haired]], Arist. ''GA'' 783a13.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.
|lstext='''μᾰλᾰκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.

Revision as of 11:02, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλακόθριξ Medium diacritics: μαλακόθριξ Low diacritics: μαλακόθριξ Capitals: ΜΑΛΑΚΟΘΡΙΞ
Transliteration A: malakóthrix Transliteration B: malakothrix Transliteration C: malakothriks Beta Code: malako/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, soft-haired, Arist. GA 783a13.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.

Greek Monolingual

μαλακόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει απαλό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ)].

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκόθριξ: τρῐχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый (Σκύθαι Arst.).