θηριότροφος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(17)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=θηριότροφος
|Medium diacritics=θηριότροφος
|Low diacritics=θηριότροφος
|Capitals=ΘΗΡΙΟΤΡΟΦΟΣ
|Transliteration A=thēriótrophos
|Transliteration B=thēriotrophos
|Transliteration C=thiriotrofos
|Beta Code=qhrio/trofos
|Definition=ον, Pass., [[fed on reptiles]], Gal. 11.143.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηριότροφος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπαρό</i>-<i>τροφος</i>, <i>νεό</i>-<i>τροφος</i>].
|mltxt=[[θηριότροφος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπαρό</i>-<i>τροφος</i>, <i>νεό</i>-<i>τροφος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:03, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριότροφος Medium diacritics: θηριότροφος Low diacritics: θηριότροφος Capitals: ΘΗΡΙΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: thēriótrophos Transliteration B: thēriotrophos Transliteration C: thiriotrofos Beta Code: qhrio/trofos

English (LSJ)

ον, Pass., fed on reptiles, Gal. 11.143.

Greek Monolingual

θηριότροφος, -ον (Α)
αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό-τροφος, νεό-τροφος].