φυρτός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(45)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=φυρτός
|Medium diacritics=φυρτός
|Low diacritics=φυρτός
|Capitals=ΦΥΡΤΟΣ
|Transliteration A=phyrtós
|Transliteration B=phyrtos
|Transliteration C=fyrtos
|Beta Code=furto/s
|Definition=ή, όν, [[mixed]], [[kneaded up]], Hsch.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1316.png Seite 1316]] adj. verb. von [[φύρω]], gemischt, geknetet, beschmutzt, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1316.png Seite 1316]] adj. verb. von [[φύρω]], gemischt, geknetet, beschmutzt, Hesych.
Line 6: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />συμπεφυρμένος, ανακατεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β' συνθετικό λ. (<b>πρβλ.</b> <i>αἱμό</i>-<i>φυρτος</i>, <i>μελί</i>-<i>φυρτος</i>), [[καθώς]] και στον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>φυρτοῖσιν</i>·...<i>συμπεφυρμένοις</i>].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />συμπεφυρμένος, ανακατεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β' συνθετικό λ. (<b>πρβλ.</b> <i>αἱμό</i>-<i>φυρτος</i>, <i>μελί</i>-<i>φυρτος</i>), [[καθώς]] και στον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>φυρτοῖσιν</i>·...<i>συμπεφυρμένοις</i>].
}}
}}

Revision as of 11:06, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυρτός Medium diacritics: φυρτός Low diacritics: φυρτός Capitals: ΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: phyrtós Transliteration B: phyrtos Transliteration C: fyrtos Beta Code: furto/s

English (LSJ)

ή, όν, mixed, kneaded up, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1316] adj. verb. von φύρω, gemischt, geknetet, beschmutzt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φυρτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., συμπεφυρμένος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 773Α. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
συμπεφυρμένος, ανακατεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β' συνθετικό λ. (πρβλ. αἱμό-φυρτος, μελί-φυρτος), καθώς και στον τ. του Ησύχ. φυρτοῖσιν·...συμπεφυρμένοις].