λιμφός: Difference between revisions
From LSJ
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
(6_23) |
m (LSJ2 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=λιμφός | |||
|Medium diacritics=λιμφός | |||
|Low diacritics=λιμφός | |||
|Capitals=ΛΙΜΦΟΣ | |||
|Transliteration A=limphós | |||
|Transliteration B=limphos | |||
|Transliteration C=limfos | |||
|Beta Code=limfo/s | |||
|Definition=[[συκοφάντης]], ἢ μηνυτὴς [[παρανόμων]], Hsch. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] ὁ, erkl. Hesych. [[συκοφάντης]] u. [[φειδωλός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] ὁ, erkl. Hesych. [[συκοφάντης]] u. [[φειδωλός]]. | ||
Line 4: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιμφός''': λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ. | |lstext='''λιμφός''': λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιμφός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[συκοφάντης]], ἤ μηνυτὴς παρανόμων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι παλαιότερες απόψεις [[κατά]] τις οποίες η λ. συνδέεται με τα [[ἀλείφω]], [[λίπος]] ή με [[μέσο]] άνω γερμ. <i>slimp</i> «[[λοξά]]» δεν [[είναι]] αποδεκτές]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[συκοφάντης]]. <b class="b3">η μηνυτης παρανόμων</b> H.<br />Derivatives: <b class="b3">λιμφεύειν ἀπατᾶν</b> H<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. Quite doubtful hypotheses are rejected by Bq (s. also WP. 2, 403). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 31 January 2021
English (LSJ)
συκοφάντης, ἢ μηνυτὴς παρανόμων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 48] ὁ, erkl. Hesych. συκοφάντης u. φειδωλός.
Greek (Liddell-Scott)
λιμφός: λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λιμφός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «συκοφάντης, ἤ μηνυτὴς παρανόμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι παλαιότερες απόψεις κατά τις οποίες η λ. συνδέεται με τα ἀλείφω, λίπος ή με μέσο άνω γερμ. slimp «λοξά» δεν είναι αποδεκτές].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: συκοφάντης. η μηνυτης παρανόμων H.
Derivatives: λιμφεύειν ἀπατᾶν H
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Quite doubtful hypotheses are rejected by Bq (s. also WP. 2, 403).