περιχείριον: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(32) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=περιχείριον | |||
|Medium diacritics=περιχείριον | |||
|Low diacritics=περιχείριον | |||
|Capitals=ΠΕΡΙΧΕΙΡΙΟΝ | |||
|Transliteration A=pericheírion | |||
|Transliteration B=pericheirion | |||
|Transliteration C=pericheirion | |||
|Beta Code=perixei/rion | |||
|Definition=τό, ''Dim.'' of [[περίχειρον]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[περίχειρον]]<br />κυκλικό πλεχτό [[βραχιόλι]] με το οποίο γινόταν η [[περιποίηση]] του τριχώματος του αλόγου. | |mltxt=τὸ, Α [[περίχειρον]]<br />κυκλικό πλεχτό [[βραχιόλι]] με το οποίο γινόταν η [[περιποίηση]] του τριχώματος του αλόγου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 31 January 2021
English (LSJ)
τό, Dim. of περίχειρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α περίχειρον
κυκλικό πλεχτό βραχιόλι με το οποίο γινόταν η περιποίηση του τριχώματος του αλόγου.