περιχείριον
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
τό, Dim. of περίχειρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α περίχειρον
κυκλικό πλεχτό βραχιόλι με το οποίο γινόταν η περιποίηση του τριχώματος του αλόγου.