τριχῖτις: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=τριχῖτις | |||
|Medium diacritics=τριχῖτις | |||
|Low diacritics=τριχίτις | |||
|Capitals=ΤΡΙΧΙΤΙΣ | |||
|Transliteration A=trichîtis | |||
|Transliteration B=trichitis | |||
|Transliteration C=trichitis | |||
|Beta Code=trixi=tis | |||
|Definition=-ιδος, ἡ, a sort of [[alum]], so called from its [[fibrous]] nature, Dsc. 5.106. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐχῖτις''': ῐδος, ἡ, [[εἶδος]] στυπτηρίας καλουμένη [[οὕτως]] ὡς ἀποτελουμένης ἐξ ἰνῶν τριχοειδῶν, «ἐξεσμένη κατὰ μονάδας, πολιαῖς θριξὶν ἐμφερῶς, οἵα ἐστὶν ἡ λεγομένη [[τριχῖτις]]» Διοσκ. περὶ Στυπτηρίας 5, 122 (123). | |lstext='''τρῐχῖτις''': ῐδος, ἡ, [[εἶδος]] στυπτηρίας καλουμένη [[οὕτως]] ὡς ἀποτελουμένης ἐξ ἰνῶν τριχοειδῶν, «ἐξεσμένη κατὰ μονάδας, πολιαῖς θριξὶν ἐμφερῶς, οἵα ἐστὶν ἡ λεγομένη [[τριχῖτις]]» Διοσκ. περὶ Στυπτηρίας 5, 122 (123). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:55, 1 February 2021
English (LSJ)
-ιδος, ἡ, a sort of alum, so called from its fibrous nature, Dsc. 5.106.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχῖτις: ῐδος, ἡ, εἶδος στυπτηρίας καλουμένη οὕτως ὡς ἀποτελουμένης ἐξ ἰνῶν τριχοειδῶν, «ἐξεσμένη κατὰ μονάδας, πολιαῖς θριξὶν ἐμφερῶς, οἵα ἐστὶν ἡ λεγομένη τριχῖτις» Διοσκ. περὶ Στυπτηρίας 5, 122 (123).