ενοικιαστής: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(12)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. ενοικιάστρια)<br />αυτός που χρησιμοποιεί [[κάτι]] με [[ενοίκιο]], ο [[μισθωτής]], ο [[νοικάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ενοικιάζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο].
|mltxt=ο ([[ενοικιαστής]], θηλ. [[ενοικιάστρια]])<br />αυτός που χρησιμοποιεί [[κάτι]] με [[ενοίκιο]], ο [[μισθωτής]], ο [[νοικάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ενοικιάζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 17:17, 27 February 2021

Greek Monolingual

ο (ενοικιαστής, θηλ. ενοικιάστρια)
αυτός που χρησιμοποιεί κάτι με ενοίκιο, ο μισθωτής, ο νοικάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοικιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο].