ἐριθακώδης: Difference between revisions
From LSJ
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐριθακώδης]], -ες (Α) [[εριθάκη]]<br />αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο [[φλύαρος]] («ἐριθακώδεις | |mltxt=[[ἐριθακώδης]], -ες (Α) [[εριθάκη]]<br />αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο [[φλύαρος]] («ἐριθακώδεις γραῖαι», Επίχ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 14 March 2021
English (LSJ)
ες, A full of ἐριθάκη 2, γραῖαι Epich.61.
German (Pape)
[Seite 1028] ες, dem obigen Vogel ähnlich, γραῖαι, Epicharm. bei Ath. VII, 318 e, vielleicht schwatzhaft.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῑθᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἐρίθακος, λάλος, φλύαρος, ἐριθακώδεις γραῖαι Ἐπίχ. 33 Ahr.
Greek Monolingual
ἐριθακώδης, -ες (Α) εριθάκη
αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο φλύαρος («ἐριθακώδεις γραῖαι», Επίχ.).