Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐριθακώδης: Difference between revisions

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριθακώδης]], -ες (Α) [[εριθάκη]]<br />αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο [[φλύαρος]] («ἐριθακώδεις γραῑαι», Επίχ.).
|mltxt=[[ἐριθακώδης]], -ες (Α) [[εριθάκη]]<br />αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο [[φλύαρος]] («ἐριθακώδεις γραῖαι», Επίχ.).
}}
}}

Revision as of 08:50, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῑθᾰκώδης Medium diacritics: ἐριθακώδης Low diacritics: εριθακώδης Capitals: ΕΡΙΘΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: erithakṓdēs Transliteration B: erithakōdēs Transliteration C: erithakodis Beta Code: e)riqakw/dhs

English (LSJ)

ες, A full of ἐριθάκη 2, γραῖαι Epich.61.

German (Pape)

[Seite 1028] ες, dem obigen Vogel ähnlich, γραῖαι, Epicharm. bei Ath. VII, 318 e, vielleicht schwatzhaft.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῑθᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἐρίθακος, λάλος, φλύαρος, ἐριθακώδεις γραῖαι Ἐπίχ. 33 Ahr.

Greek Monolingual

ἐριθακώδης, -ες (Α) εριθάκη
αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο φλύαρος («ἐριθακώδεις γραῖαι», Επίχ.).