ενθάπτω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(12)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνθάπτω]])<br />[[θάβω]], [[ενταφιάζω]], [[χώνω]] στη γη<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κρύβω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («τὴν φλογερὰν τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίαν ἀναλαβών ἐνθάπτει Ἰορδάνου τοῑς νάμασι», Μηναία).
|mltxt=(AM [[ἐνθάπτω]])<br />[[θάβω]], [[ενταφιάζω]], [[χώνω]] στη γη<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κρύβω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («τὴν φλογερὰν τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίαν ἀναλαβών ἐνθάπτει Ἰορδάνου τοῖς νάμασι», Μηναία).
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 25 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐνθάπτω)
θάβω, ενταφιάζω, χώνω στη γη
μσν.
μτφ. κρύβω μέσα σε κάτι («τὴν φλογερὰν τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίαν ἀναλαβών ἐνθάπτει Ἰορδάνου τοῖς νάμασι», Μηναία).