καινόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινόφιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αλλάζει [[συχνά]] φίλους («καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῑς αὐτοῑς φίλοις χρώμενον», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]]].
|mltxt=[[καινόφιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αλλάζει [[συχνά]] φίλους («καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῑς φίλοις χρώμενον», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]]].
}}
}}

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόφῐλος Medium diacritics: καινόφιλος Low diacritics: καινόφιλος Capitals: ΚΑΙΝΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: kainóphilos Transliteration B: kainophilos Transliteration C: kainofilos Beta Code: kaino/filos

English (LSJ)

ον, A often changing one's friends, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1295] der seine Freunde oft wechselt, immer neue Freunde hat, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

καινόφῐλος: -ον, ὁ συχνάκις ἀλλάσσων, φίλους, «καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον ἀεὶ» Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

καινόφιλος, -ον (Α)
αυτός που αλλάζει συχνά φίλους («καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῑς φίλοις χρώμενον», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φίλος].