συγκαταδικάζω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(39) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι | |mltxt=ΜΑ<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ<br />Νύσσ.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι | |mltxt=ΜΑ<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ<br />Νύσσ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 25 March 2021
German (Pape)
[Seite 964] mit verurtheilen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδῐκάζω: καταδικάζω ὁμοῦ, τινά τινι Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).
Greek Monolingual
ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).