επιτέλλω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐπιτέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διατάσσω]], [[δίνω]] [[εντολή]], [[παραγγέλλω]] (α. «ἐπὴν ἐὺ | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐπιτέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διατάσσω]], [[δίνω]] [[εντολή]], [[παραγγέλλω]] (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῖς ἐπιτείλω», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἡνιόχῳ μὲν [[ἔπειτα]] ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιβάλλω]] [[κάτι]], [[καθορίζω]] με [[διαταγή]] («καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ’ ἐπίτειλον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλλω]] «[[ολοκληρώνω]] - [[ανατέλλω]]»].<br /><b>(II)</b><br />(Α [[ἐπιτέλλω]])<br />(ενεργ. και παθ.) (για αστέρια) εμφανίζομαι στον ορίζοντα, [[ανατέλλω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐπιτέλλομαι</i><br />(για έρωτα) γεννιέμαι («ὡραῑος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται, [[ἡνίκα]] περ γῆ ἄνθεσιν εἰαρινοῑς θάλλει ἀεξομένη», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλλω]] «[[ανατέλλω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 25 March 2021
Greek Monolingual
(I)
ἐπιτέλλω (Α)
1. διατάσσω, δίνω εντολή, παραγγέλλω (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῖς ἐπιτείλω», Ομ. Ιλ.
β. «ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.)
2. επιβάλλω κάτι, καθορίζω με διαταγή («καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ’ ἐπίτειλον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ολοκληρώνω - ανατέλλω»].
(II)
(Α ἐπιτέλλω)
(ενεργ. και παθ.) (για αστέρια) εμφανίζομαι στον ορίζοντα, ανατέλλω
αρχ.
παθ. ἐπιτέλλομαι
(για έρωτα) γεννιέμαι («ὡραῑος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται, ἡνίκα περ γῆ ἄνθεσιν εἰαρινοῑς θάλλει ἀεξομένη», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ανατέλλω»].