ἐπιτέλλω
English (LSJ)
(A), aor. ἐπέτειλα:—Med., aor.
A ἐπετειλάμην A.R.3.264:—Pass., 3sg. plpf. ἐπὶ.. ἐτέταλτο Il.2.643:—enjoin, prescribe, command, Hom., etc.—Constr.: c. dat. pers. et acc. rei, ἀλόχῳ δ' ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν spake a speech of command to her, Od.23.349: c. acc. rei only, κρατερὸν δ' ἐπὶ μῦθον ἔτελλε Il.1.25, etc.; μῦθον.. ὃν Νέστωρ ἐπέτελλε 11.840; ἐλήθετο συνθεσιάων ἃς ἐπέτελλε.. Διομήδης which he enjoined, prescribed, 5.320; ἐφετμέων ἃς ἐπέτειλας ib.818; (ἀέθλους) Hes.Th.995; so θάνατον ἐπιτέλλειν Pi.N.10.77; ἐ. μόχθων τέρματα fix them, A.Pr.100 (where others take it intr. arise, appear): c. dat. pers. only, give orders to, ἐπὴν εὖ τοῖς ἐπιτείλω Il.10.63, 13.753, etc.: and so abs., ὁ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν 21.445: c. dat. pers. et inf., order him to do, 12.84, 21.230; so πέμπων μ' ὧδ' ἐπέτελλε (sc. ποιεῖν) 24.780, cf. 11.765, Od.17.9:—Med., just like Act., ἄλλοισιν δὴ ταῦτ' ἐπιτέλλεο Il.1.295; [νόστον Ἀχαιῶν] ἐπετείλατο Παλλάς Od.1.327; ὁ δέ μοι χαλεποὺς ἐπετέλλετ' ἀέθλους 11.622; κραδίῃ ἀνίας A.R. 3.264: c. dat. pers. et inf., Od.21.240: abs., 17.21; ἁγητὴρ υἱῷ ἐπιτελλόμενος Pi.P.1.70:—Pass., τῷ δ' ἐπὶ πάντ' ἐτέταλτο ἀνασσέμεν Αἰτωλοῖσι Il.2.643, cf. Od.11.524.—Poet. and later Prose, BGU886.2 (Med., ii A.D.), PThead.18.4 (iii/iv A.D.).
(B), Pass.,
A rise, of stars, Πληϊάδων.. ἐπιτελλομενάων Hes. Op.383; Ἀρκτοῦρος.. ἐπιτέλλεται ib.567; ἠελίοιο νέον -ομένοιο h.Merc. 371: so intr. in Act., Hp.Int.39, Democr.14, Arist.Mete.345b23, Plb. 9.15.9, etc.: the aor. part. ἐπιπλόμενος belongs as much to this verb as to ἐπιπέλομαι (q.v.).
2 metaph. of love, ὡραῖος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται Thgn.1275. (Hence ἐπιπολή and (later) ἐπιτολή.)
German (Pape)
[Seite 990] 1) auftragen, aufgeben, anbefehlen, σοίγ' ὧδ' ἐπιτέλλω Od. 17, 9, u. oft; τῷ μάλα πόλλ' ἐπέτελλε Il. 4, 229, öfter so mit dem dat., Einem Befehl erteilen; ἐλήθετο συνθεσιάων τάων ἃς ἐπέτελλε Διομήδης 5, 320; σῶν μέμνημαι ἐφετμῶν ἃς ἐπέτειλας 5, 818; c. inf., 12, 84. 21, 230; so auch die Tmesis κρατερὸν δ' ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν, er befahl das ernste Wort, gebot mit einem Machtworte, 1, 25. 326. 16, 199, wie Od. 23, 349 ἀλόχῳ δ' ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν, wo 361 folgt σοὶ δὲ γύναι τάδ' ἐπιτέλλω, denn auch in diesen Stellen ist ein mit Nachdruck eingeschärfter Befehl enthalten; ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον Pind. N. 10, 77, auch mir befiehl, verhänge den Tod (s. nachher); auch Orac. bei Ar. Av. 977. – So auch med., ἄλλοισιν δὴ ταῦτ' ἐπιτέλλεο, Il. 1, 295; neben κελεύω, 19, 192; auch c. int., σοὶ δὲ μάλιστ' ἐπιτέλλομαι ὧδέ γε ῥέξαι, 2, 802 Od. 2, 240; u. c. acc., ὁ δέ μοι χαλεποὺς ἐπετέλλετ' ἀέθλους, gab mir auf, 11, 622, wofür Hes. Th. 995 das act. braucht, vgl. sc. 94; νόστος –, ὃν ἐπετείλατο Παλλάς, die Heimkehr, die Pallas geboten, verhängt hatte, Od. 1, 327; Pind. υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος P. 1, 70; – pass., in tmesi, τῷδ' ἐπὶ πάντ' ἐτέταλτο ἀνασσέμεν Αἰτωλοῖσιν, ihm war der Oberbefehl (in Allem) über die Aetoler anvertraut, Il. 2, 643, wie Od. 11, 524. – 2) intr., aufgehen, von der Sonne u. den Gestirnen, im med., H. h. Merc. 371, ἠελίοιο νέον ἐπιτελλομένοιο, wie vom Arktur, πρῶτον παμφαίνων ἐπιτέλλεται, Hes. O. 565; übertr., ὡραῖος καὶ ἔρως ἐπιτέλλεται Theogn. 1275; so auch das act., πῇ ποτε μόχθων χρὴ τέρματα τῶνδ' ἐπιτεῖλαι; wie soll das Ende erscheinen? Aesch. Prom. 100; eigtl., von den Gestirnen, Hippocr.; Man. 6, 35; Pol. 9, 15, 9. Vgl. ἀνατέλλω u. Lob. zu Phryn. 125.
French (Bailly abrégé)
1 ordonner, enjoindre : τι qch ; τινι donner des ordres à qqn ; τί τινι ordonner qch à qqn;
2 intr. se lever ; fig. se produire, apparaître, se montrer;
Moy. ἐπιτέλλομαι;
1 tr. ordonner, enjoindre ; τινί τι qch à qqn ; τινι avec l'inf. à qqn de…;
2 intr. se lever en parl. des astres.
Étymologie: ἐπί, τέλλω.
Syn. 2 ἀνατέλλω, ἐπιφαύσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτέλλω: (aor. ἐπέτειλα) тж. med.
1 приказывать, велеть, поручать (τί τινι Hom.; med. Arph. и ποιεῖν τι Her.): σῶν μέμνημαι ἐφετμέων, ἃς ἐπἐτειλας Hom. я помню приказания, которые ты дала;
2 обращаться или произносить, изрекать (κρατερὸν μῦθον Hom. - in tmesi);
3 всходить, появляться (ἐπιτέλλει ὁ Ὠρίων Arst.; ἠελίοιο ἐπιτελλομένοιο HH): πῇ ποτε μόχθων χρὴ τέρματα ἐπιτεῖλαι; Aesch. где же конец мукам?
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτέλλω: ἀόρ. ἐπέτειλα: ― Μέσ. ἀόρ. ἐπετειλάμην: ― Παθ. πρκμ. ἐπιτέταλμαι. Ἐντέλλομαι, παραγγέλλω, διατάττω, κελεύω, λέγω, Ὅμ., κλ. ― Σύνταξις: μετὰ δοτ. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., ἀλόχῳ δ’ ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν Ὀδ. Ψ. 349· μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, κρατερόν δ’ ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν Ἰλ. Α. 25, κτλ.· μῦθον…, ὃν Νέστωρ ἐπέτελλε Λ. 839· ἐλήθετο συνθεσιάων ἃς ἐπέτελλε… Διομήδης Ε. 320· ἐφετμέων ἃς ἐπέτειλας αὐτόθι 818· οὕτω, θάνατον ἐπιτέλλειν Πινδ. Ν. 10. 145· ἐπ. τέρματα, ὁρίζειν, Αἰσχύλ. Πρ. 100 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ ἀμεταβ., ἀνατέλλειν, ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιτείλας)· μετὰ δοτ. προσ. μόνον, δίδω διαταγὰς εἴς τινα, ἐπὴν εὖ τοῖς ἐπιτείλω Ἰλ. Κ. 63, Ν. 753, κτλ.· οὕτω καὶ ἀπολ., ὁ δὲ σημαίνων ἐπέτελλε Ὀδ. Ψ. 349· μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἰλ. Μ. 84, Φ. 230, κτλ.· οὕτω, πέμπων μ’ ὧδ’ ἐπέτελλε (δηλ. ποιεῖν) Ω. 780, πρβλ. Λ. 765, Ὀδ. Ρ. 9: ― ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ἄλλοις ταῦτ’ ἐπιτέλλεο Ἰλ. Λ. 295, πρβλ. Ὀδ. Λ. 622· Ἀχαιῶν νόστον…, ὃν ἐπετείλατο Παλλὰς Α. 327· ὁ δὲ μοι χαλεποὺς ἐπετέλλετ’ ἀέθλους Λ. 622· ἐπ. ἀνίας… κραδίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 264· μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἰλ. Β. 802. Ὀδ. Φ. 240· ἀπολ., Ρ. 21: ― ἐν τῷ Παθ., τῷ δ’ ἐπὶ πάντ’ ἐτέταλτο, προσετέτακτο, Ἰλ. Β. 643, Ὀδ. Λ. 524. II. Παθ., ἀνατέλλω, ἰδίως ἐπὶ τῶν ἀστερισμῶν ὅσοι ὁρίζουσι τὰς ὥρας τοῦ ἔτους (ἴδε Λοβ. Φρύν. 125), Πληϊάδων… ἐπιτελλομενάων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 381· Ἀρκτοῦρος… ἐπιτέλλεται αὐτόθι 565, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 371· οὕτως ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. 553. 8, Ἀριστ. Μετεωρ. 1· 8, 10., 2. 5, 4. 2) μεταφ. ἐπὶ ἔρωτος, ὡραῖος καὶ ἔρως ἐπιτέλλεται Θέογν. 1275· ἁγήτωρ υἱῷ ἐπιτελλόμενος Πινδ. Π. 1. 135.
English (Autenrieth)
aor. ἐπέτειλα, imp. ἐπίτειλον, inf. ἐπιτεῖλαι, part. ἐπιτείλᾶς, mid. aor. ἐπετείλατο, part. ἐπιτειλαμένῳ: act. and mid., enjoin, lay command or order upon, charge, τινί (τι), and w. foll. inf.; συνθεσίᾶς, Il. 5.320; μῦθον, Il. 11.840; ἀέθλους, Od. 11.622; ὧδ' ἐπέτελλε, μὴ πρὶν πημανέειν, ‘thus charged me,’ ‘gave me this assurance,’ Il. 24.781 . ἐπῖτέλλω, Od. 23.361.
English (Slater)
ἐπῐτέλλω
a act., order, decree c. acc. & dat. “καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” (N. 10.77)
&nnbsp;b med. give orders c. dat. ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (P. 1.70)
Greek Monolingual
(I)
ἐπιτέλλω (Α)
1. διατάσσω, δίνω εντολή, παραγγέλλω (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῖς ἐπιτείλω», Ομ. Ιλ.
β. «ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.)
2. επιβάλλω κάτι, καθορίζω με διαταγή («καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ’ ἐπίτειλον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ολοκληρώνω - ανατέλλω»].
(II)
(Α ἐπιτέλλω)
(ενεργ. και παθ.) (για αστέρια) εμφανίζομαι στον ορίζοντα, ανατέλλω
αρχ.
παθ. ἐπιτέλλομαι
(για έρωτα) γεννιέμαι («ὡραῖος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται, ἡνίκα περ γῆ ἄνθεσιν εἰαρινοῖς θάλλει ἀεξομένη», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ανατέλλω»].
Middle Liddell
aor1 ἐπ-έτειλα perf. -τέταλκα pass. -τέταλμαι
I. to lay upon, enjoin, prescribe, ordain, command, τι or τί τινι Hom.:—c. dat. pers. only, to give orders to, Il.:—c. dat. pers. et inf. to order him to do. Il.:—also in Mid., just like the Act., Il.
II. Pass. to rise, of stars, Hes.:—metaph., of love, Theogn.