ὀχθᾶσθαι: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(30)
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀχθᾱσθαι (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀπὸ τοῡ [[ὄχθη]], οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει προταθεί η διόρθ. του τ. σε <i>ὀχθεῖσθαι</i>].
|mltxt=ὀχθᾱσθαι (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀπὸ τοῦ [[ὄχθη]], οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει προταθεί η διόρθ. του τ. σε <i>ὀχθεῖσθαι</i>].
}}
}}

Revision as of 18:59, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχθᾶσθαι Medium diacritics: ὀχθᾶσθαι Low diacritics: οχθάσθαι Capitals: ΟΧΘΑΣΘΑΙ
Transliteration A: ochthâsthai Transliteration B: ochthasthai Transliteration C: ochthasthai Beta Code: o)xqa=sqai

English (LSJ)

ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν, Hsch.

Greek Monolingual

ὀχθᾱσθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθ. του τ. σε ὀχθεῖσθαι].