εκφοβίζω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(11)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εκφοβώ]] (-έω) (Α ἐκφοβῶ)<br />[[κάνω]] κάποιον να φοβηθεί, [[προξενώ]] φόβο, [[τρομάζω]], [[φοβίζω]], [[φοβερίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐκφοβοῡμαι</i><br />[[φοβούμαι]] πολύ, [[κατατρομάζω]].
|mltxt=και [[εκφοβώ]] (-έω) (Α ἐκφοβῶ)<br />[[κάνω]] κάποιον να φοβηθεί, [[προξενώ]] φόβο, [[τρομάζω]], [[φοβίζω]], [[φοβερίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐκφοβοῦμαι</i><br />[[φοβούμαι]] πολύ, [[κατατρομάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

και εκφοβώ (-έω) (Α ἐκφοβῶ)
κάνω κάποιον να φοβηθεί, προξενώ φόβο, τρομάζω, φοβίζω, φοβερίζω
αρχ.
παθ. ἐκφοβοῦμαι
φοβούμαι πολύ, κατατρομάζω.