δικτυώ: Difference between revisions

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
(9)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δικτυῶ (-όω) (AM) [[δίκτυον]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με [[μορφή]] δικτύου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (-οῡμαι)<br />α) [[είμαι]] κατασκευασμένος σε [[μορφή]] δικτύου<br />β) συλλαμβάνομαι [[μέσα]] σε [[δίκτυ]].
|mltxt=δικτυῶ (-όω) (AM) [[δίκτυον]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με [[μορφή]] δικτύου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (-οῦμαι)<br />α) [[είμαι]] κατασκευασμένος σε [[μορφή]] δικτύου<br />β) συλλαμβάνομαι [[μέσα]] σε [[δίκτυ]].
}}
}}

Latest revision as of 16:28, 26 March 2021

Greek Monolingual

δικτυῶ (-όω) (AM) δίκτυον
1. κατασκευάζω κάτι με μορφή δικτύου
2. παθ. (-οῦμαι)
α) είμαι κατασκευασμένος σε μορφή δικτύου
β) συλλαμβάνομαι μέσα σε δίκτυ.