καταρνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
(19)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καταρνοῡμαι, -έομαι (Α)<br />[[αρνούμαι]] [[σταθερά]], [[επιμένω]] στην [[άρνηση]] μου («φὴς ἢ καταρνεῑ μὴ δεδρακέναι [[τάδε]];» <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=καταρνοῦμαι, -έομαι (Α)<br />[[αρνούμαι]] [[σταθερά]], [[επιμένω]] στην [[άρνηση]] μου («φὴς ἢ καταρνεῑ μὴ δεδρακέναι [[τάδε]];» <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

καταρνοῦμαι, -έομαι (Α)
αρνούμαι σταθερά, επιμένω στην άρνηση μου («φὴς ἢ καταρνεῑ μὴ δεδρακέναι τάδεΣοφ.).