θηριώ: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(17)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θηριῶ, -όω (ΑΜ) [[θηρίο]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακ. ως επίθ.) <i>θηριωμένος</i> και <i>θεριωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που ανήκει σε [[θηρίο]], ο [[θηριώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] κάποιον σε [[θηρίο]]<br /><b>2.</b> (για τόπους) [[είμαι]] [[γεμάτος]] φίδια, ερπετά<br /><b>3.</b> (ιατρ. για πληγές) [[γίνομαι]] [[κακοήθης]], [[κακοφορμίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για ζώα) <i>θηριοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] τέλειο [[θηρίο]], αυξάνομαι, [[παύω]] να [[είμαι]] [[νεοσσός]], [[θεριεύω]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> [[γίνομαι]] [[θηριώδης]], [[άγριος]], εξαγριώνομαι.
|mltxt=θηριῶ, -όω (ΑΜ) [[θηρίο]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακ. ως επίθ.) <i>θηριωμένος</i> και <i>θεριωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που ανήκει σε [[θηρίο]], ο [[θηριώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] κάποιον σε [[θηρίο]]<br /><b>2.</b> (για τόπους) [[είμαι]] [[γεμάτος]] φίδια, ερπετά<br /><b>3.</b> (ιατρ. για πληγές) [[γίνομαι]] [[κακοήθης]], [[κακοφορμίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για ζώα) <i>θηριοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] τέλειο [[θηρίο]], αυξάνομαι, [[παύω]] να [[είμαι]] [[νεοσσός]], [[θεριεύω]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> [[γίνομαι]] [[θηριώδης]], [[άγριος]], εξαγριώνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

θηριῶ, -όω (ΑΜ) θηρίο
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακ. ως επίθ.) θηριωμένος και θεριωμένος, -η, -ο
αυτός που ανήκει σε θηρίο, ο θηριώδης
αρχ.
1. μεταβάλλω κάποιον σε θηρίο
2. (για τόπους) είμαι γεμάτος φίδια, ερπετά
3. (ιατρ. για πληγές) γίνομαι κακοήθης, κακοφορμίζω
4. παθ. (για ζώα) θηριοῦμαι, -όομαι
γίνομαι τέλειο θηρίο, αυξάνομαι, παύω να είμαι νεοσσός, θεριεύω
5. μέσ. μτφ. για πρόσ. γίνομαι θηριώδης, άγριος, εξαγριώνομαι.