λαχνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(22)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λαχνοῡμαι, -όομαι (Α) [[λάχνη]]<br />[[γίνομαι]] [[χνουδωτός]], [[πιάνω]] [[χνούδι]].
|mltxt=λαχνοῦμαι, -όομαι (Α) [[λάχνη]]<br />[[γίνομαι]] [[χνουδωτός]], [[πιάνω]] [[χνούδι]].
}}
}}

Revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

λαχνοῦμαι, -όομαι (Α) λάχνη
γίνομαι χνουδωτός, πιάνω χνούδι.