χνουδωτός
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
-ή, -ό, Ν
καλυμμένος από χνούδι (α. «σαν πεταλούδες χνουδωτές», Γρυπ.
β. «χνουδωτό ύφασμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χνούδι + κατάλ. -ωτός(Ι) (πρβλ. γραμμωτός, οδοντωτός)].