πελιδνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(31)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πελιδνοῡμαι, -όομαι, ΝΜΑ [[πελιδνός]]<br />[[γίνομαι]] [[πελιδνός]], [[αποκτώ]] ωχρό, μαυροκίτρινο [[χρώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χάνω]] το [[χρώμα]] μου από φόβο.
|mltxt=πελιδνοῦμαι, -όομαι, ΝΜΑ [[πελιδνός]]<br />[[γίνομαι]] [[πελιδνός]], [[αποκτώ]] ωχρό, μαυροκίτρινο [[χρώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χάνω]] το [[χρώμα]] μου από φόβο.
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

πελιδνοῦμαι, -όομαι, ΝΜΑ πελιδνός
γίνομαι πελιδνός, αποκτώ ωχρό, μαυροκίτρινο χρώμα
νεοελλ.
χάνω το χρώμα μου από φόβο.