σχηματουργία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[σχηματουργοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[διαμόρφωση]], [[πρόσληψη]] σχήματος<br /><b>2.</b> [[συμβολισμός]]<br /><b>3.</b> (για αστέρες) [[σύμπλεγμα]] αστέρων.
|mltxt=ἡ, Α [[σχηματουργοῦμαι]]<br /><b>1.</b> [[διαμόρφωση]], [[πρόσληψη]] σχήματος<br /><b>2.</b> [[συμβολισμός]]<br /><b>3.</b> (για αστέρες) [[σύμπλεγμα]] αστέρων.
}}
}}

Revision as of 16:40, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτουργία Medium diacritics: σχηματουργία Low diacritics: σχηματουργία Capitals: ΣΧΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: schēmatourgía Transliteration B: schēmatourgia Transliteration C: schimatourgia Beta Code: sxhmatourgi/a

English (LSJ)

ἡ, A configuration, of the planets, Cat.Cod.Astr.1.148 (pl.).

Greek Monolingual

ἡ, Α σχηματουργοῦμαι
1. διαμόρφωση, πρόσληψη σχήματος
2. συμβολισμός
3. (για αστέρες) σύμπλεγμα αστέρων.