ραθυμώ: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(35)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ῥαθυμῶ, -έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [[ῥάθυμος]]<br />[[είμαι]] [[ράθυμος]], [[μένω]] [[αδρανής]] [[χωρίς]] να [[εργάζομαι]], [[τεμπελιάζω]], [[αμελώ]] την [[εργασία]] μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]], [[ορέγομαι]]<br /><b>2.</b> θλίβομαι, στενοχωρούμαι<br /><b>3.</b> [[αραθυμώ]], [[λιποθυμώ]]<br /><b>4.</b> [[περιμένω]] [[κάτι]] εναγωνίως, [[ανυπομονώ]] («και [[πεθυμώ]] και [[ραθυμώ]] να μάθω, να [[κατέχω]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες, αναπαύομαι («τῇ δ' [[ἑξῆς]] ἀναπαύεσθαι καὶ ῥαθυμεῑν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ῥαθυμοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />παραμελούμαι, περιφρονούμαι.
|mltxt=ῥαθυμῶ, -έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [[ῥάθυμος]]<br />[[είμαι]] [[ράθυμος]], [[μένω]] [[αδρανής]] [[χωρίς]] να [[εργάζομαι]], [[τεμπελιάζω]], [[αμελώ]] την [[εργασία]] μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]], [[ορέγομαι]]<br /><b>2.</b> θλίβομαι, στενοχωρούμαι<br /><b>3.</b> [[αραθυμώ]], [[λιποθυμώ]]<br /><b>4.</b> [[περιμένω]] [[κάτι]] εναγωνίως, [[ανυπομονώ]] («και [[πεθυμώ]] και [[ραθυμώ]] να μάθω, να [[κατέχω]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες, αναπαύομαι («τῇ δ' [[ἑξῆς]] ἀναπαύεσθαι καὶ ῥαθυμεῑν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ῥαθυμοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />παραμελούμαι, περιφρονούμαι.
}}
}}

Revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

ῥαθυμῶ, -έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α ῥάθυμος
είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.)
νεοελλ.
1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι
2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι
3. αραθυμώ, λιποθυμώ
4. περιμένω κάτι εναγωνίως, ανυπομονώ («και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες, αναπαύομαι («τῇ δ' ἑξῆς ἀναπαύεσθαι καὶ ῥαθυμεῑν», Πολ.)
2. παθ. ῥαθυμοῦμαι, -έομαι
παραμελούμαι, περιφρονούμαι.