πεθυμώ

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

και πεθυμάω, ΝΜ
επιθυμώ, ποθώ, ορέγομαι (α. «βασιλικός στη γειτονιά κι εμείς τον πεθυμούμε», δημ. τραγούδι
β. «καὶ νὰ χορτάσεις τὸ ψωμίν, τὸ πεθυμᾱς, ὡς λέγεις», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ, με αφομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε- και σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].