Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαντασιώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
(44)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όω, Α [[φαντασία]]<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] κάποιον με φαντασιώσεις<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>φαντασιοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[πλάθω]] με τη [[φαντασία]] μου, μεταφέρομαι [[νοερά]] σε φανταστικούς κόσμους<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>πεφαντασιωμένος</i>·αυτός που έχει ψευδαισθήσεις.
|mltxt=-όω, Α [[φαντασία]]<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] κάποιον με φαντασιώσεις<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>φαντασιοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[πλάθω]] με τη [[φαντασία]] μου, μεταφέρομαι [[νοερά]] σε φανταστικούς κόσμους<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>πεφαντασιωμένος</i>·αυτός που έχει ψευδαισθήσεις.
}}
}}

Latest revision as of 16:41, 26 March 2021

Greek Monolingual

-όω, Α φαντασία
1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιώσεις
2. μέσ. φαντασιοῦμαι, -όομαι
πλάθω με τη φαντασία μου, μεταφέρομαι νοερά σε φανταστικούς κόσμους
3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) πεφαντασιωμένος·αυτός που έχει ψευδαισθήσεις.