εξισώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM έξισῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ίσο με [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῖς τηλοικούτοις ἔργοις», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με κάποιον [[άλλο]] («[[ὅκως]] ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[εφάμιλλος]], έχω την [[ίδια]] [[αξία]] («πειρᾱσθε χρηστοὺς ὑμᾱς αὐτοὺς παρέχοντες ἐξισοῡσθαι τοῖς προέχουσιν», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ισοπεδώνω]] («ἐξισωθέντος τοῦ [[μέχρι]] τῶν τειχῶν διαστήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] στο ίδιο επίπεδο<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ίσος]], όμοιος («μητρὶ δ' [[οὐδέν]] ἐξισοῑ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ισώ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ίσος]])].
|mltxt=(AM έξισῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ίσο με [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῖς τηλοικούτοις ἔργοις», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με κάποιον [[άλλο]] («[[ὅκως]] ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[εφάμιλλος]], έχω την [[ίδια]] [[αξία]] («πειρᾱσθε χρηστοὺς ὑμᾱς αὐτοὺς παρέχοντες ἐξισοῦσθαι τοῖς προέχουσιν», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ισοπεδώνω]] («ἐξισωθέντος τοῦ [[μέχρι]] τῶν τειχῶν διαστήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] στο ίδιο επίπεδο<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ίσος]], όμοιος («μητρὶ δ' [[οὐδέν]] ἐξισοῑ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ισώ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ίσος]])].
}}
}}

Revision as of 18:07, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM έξισῶ, -όω)
1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῖς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.)
2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλοὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.)
3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια αξία («πειρᾱσθε χρηστοὺς ὑμᾱς αὐτοὺς παρέχοντες ἐξισοῦσθαι τοῖς προέχουσιν», Ισοκρ.)
αρχ.-μσν.
ισοπεδώνω («ἐξισωθέντος τοῦ μέχρι τῶν τειχῶν διαστήματος»)
αρχ.
1. φέρνω στο ίδιο επίπεδο
2. είμαι ίσος, όμοιος («μητρὶ δ' οὐδέν ἐξισοῑ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισώ (< ίσος)].