κυφούμαι: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(22)
 
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α κυφοῡμαι, -όομαι) [[κυφός]]<br />[[γίνομαι]] [[κυφός]], [[παρουσιάζω]] [[κύφωση]], [[καμπουριάζω]] («τῶν ἐξαρθρήσεων... ἔνιαι κυφοῡνται», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=(Α κυφοῦμαι, -όομαι) [[κυφός]]<br />[[γίνομαι]] [[κυφός]], [[παρουσιάζω]] [[κύφωση]], [[καμπουριάζω]] («τῶν ἐξαρθρήσεων... ἔνιαι κυφοῦνται», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 18:08, 26 March 2021

Greek Monolingual

(Α κυφοῦμαι, -όομαι) κυφός
γίνομαι κυφός, παρουσιάζω κύφωση, καμπουριάζω («τῶν ἐξαρθρήσεων... ἔνιαι κυφοῦνται», Γαλ.).