κατουλώ: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(20) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κατουλῶ, -όω (Α)<br />[[συντελώ]] ώστε να κλείσει η [[πληγή]] και να σχηματιστεί [[ουλή]], να μείνει μόνο το [[σημάδι]] της, [[επουλώνω]] («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας | |mltxt=κατουλῶ, -όω (Α)<br />[[συντελώ]] ώστε να κλείσει η [[πληγή]] και να σχηματιστεί [[ουλή]], να μείνει μόνο το [[σημάδι]] της, [[επουλώνω]] («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῖν κατουλώσαι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὐλῶ</i> «[[χαράσσω]], [[προξενώ]] ουλές»]. | ||
}} | }} |