καθυπερτερώ: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(18) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καθυπερτερῶ, -έω) [[καθυπέρτερος]]<br />(επιτατ. του [[υπερτερώ]])<br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων | |mltxt=(AM καθυπερτερῶ, -έω) [[καθυπέρτερος]]<br />(επιτατ. του [[υπερτερώ]])<br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῖν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό [[σημείο]], [[ανέρχομαι]] πολύ [[ψηλά]]. | ||
}} | }} |