κριοκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(21)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κριοκοπῶ, -έω (Α)<br />[[μάχομαι]] με πολιορκητικό κριό («τοὺς δὲ λοιποὺς πάντας ἅμα κριοκοπεῑν ἐνεχείρησαν», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-[[κοπώ]], <i>χρεω</i>-[[κοπώ]]].
|mltxt=κριοκοπῶ, -έω (Α)<br />[[μάχομαι]] με πολιορκητικό κριό («τοὺς δὲ λοιποὺς πάντας ἅμα κριοκοπεῖν ἐνεχείρησαν», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-[[κοπώ]], <i>χρεω</i>-[[κοπώ]]].
}}
}}

Revision as of 20:21, 26 March 2021

Greek Monolingual

κριοκοπῶ, -έω (Α)
μάχομαι με πολιορκητικό κριό («τοὺς δὲ λοιποὺς πάντας ἅμα κριοκοπεῖν ἐνεχείρησαν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κοπώ, χρεω-κοπώ].