συνεκλαλώ: Difference between revisions

From LSJ
(39)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[προφέρω]], [[εκφωνώ]] συγχρόνως («[[ἔθος]] [[εἶναι]] Ἀττικοῑς συνεκλαλεῑν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν [[ὄνομα]]», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκλαλῶ</i> «[[ξεστομίζω]], [[διατυπώνω]]»].
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[προφέρω]], [[εκφωνώ]] συγχρόνως («[[ἔθος]] [[εἶναι]] Ἀττικοῑς συνεκλαλεῖν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν [[ὄνομα]]», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκλαλῶ</i> «[[ξεστομίζω]], [[διατυπώνω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[προφέρω]], [[εκφωνώ]] συγχρόνως («[[ἔθος]] [[εἶναι]] Ἀττικοῑς συνεκλαλεῑν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν [[ὄνομα]]», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκλαλῶ</i> «[[ξεστομίζω]], [[διατυπώνω]]»].
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[προφέρω]], [[εκφωνώ]] συγχρόνως («[[ἔθος]] [[εἶναι]] Ἀττικοῑς συνεκλαλεῖν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν [[ὄνομα]]», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκλαλῶ</i> «[[ξεστομίζω]], [[διατυπώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
προφέρω, εκφωνώ συγχρόνως («ἔθος εἶναι Ἀττικοῑς συνεκλαλεῖν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν ὄνομα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαλῶ «ξεστομίζω, διατυπώνω»].

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
προφέρω, εκφωνώ συγχρόνως («ἔθος εἶναι Ἀττικοῑς συνεκλαλεῖν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν ὄνομα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαλῶ «ξεστομίζω, διατυπώνω»].