εσθήτα: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(14)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐσθής]], Α και δωρ. τ. ἐσθάς)<br />[[ένδυμα]], [[ενδυμασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]]) γυναικείο [[φόρεμα]] ([[φουστάνι]])<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(περιλπτ.)</b> <i>τα ενδύματα</i> («ἐσθῆτα ἔσφερον [[εἴσω]]»)<br /><b>2.</b> το [[ένδυμα]] του βαπτίσματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «χρηστηρία [[ἐσθής]]» — το [[ένδυμα]] της προφήτιδος<br />β) «μετρία [[ἐσθής]]» — απλή, απέριττη [[ενδυμασία]]<br />γ) «τήν ἐσθῆτα μεταβαλεῑν» — [[φορώ]] πένθιμα ρούχα<br />δ) «ἐσθὴς τῆς πόλεως» — το [[τείχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>εσθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[έννυμι]], με άγνωστες όμως τις λεπτομέρειες του σχηματισμού. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fεστο</i>-<i>τᾱτ</i>- <span style="color: red;"><</span> ρηματ. επίθ. <i>Fεσ</i>-<i>τος</i> και [[παρουσία]] του -<i>θ</i>- αναλογικά [[προς]] το ουδ. [[έσθος]], [[έναντι]] του οποίου ο τ. <i>εσθής</i> [[είναι]] συνηθέστερος].
|mltxt=η (AM [[ἐσθής]], Α και δωρ. τ. ἐσθάς)<br />[[ένδυμα]], [[ενδυμασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]]) γυναικείο [[φόρεμα]] ([[φουστάνι]])<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(περιλπτ.)</b> <i>τα ενδύματα</i> («ἐσθῆτα ἔσφερον [[εἴσω]]»)<br /><b>2.</b> το [[ένδυμα]] του βαπτίσματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «χρηστηρία [[ἐσθής]]» — το [[ένδυμα]] της προφήτιδος<br />β) «μετρία [[ἐσθής]]» — απλή, απέριττη [[ενδυμασία]]<br />γ) «τήν ἐσθῆτα μεταβαλεῖν» — [[φορώ]] πένθιμα ρούχα<br />δ) «ἐσθὴς τῆς πόλεως» — το [[τείχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>εσθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[έννυμι]], με άγνωστες όμως τις λεπτομέρειες του σχηματισμού. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fεστο</i>-<i>τᾱτ</i>- <span style="color: red;"><</span> ρηματ. επίθ. <i>Fεσ</i>-<i>τος</i> και [[παρουσία]] του -<i>θ</i>- αναλογικά [[προς]] το ουδ. [[έσθος]], [[έναντι]] του οποίου ο τ. <i>εσθής</i> [[είναι]] συνηθέστερος].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

η (AM ἐσθής, Α και δωρ. τ. ἐσθάς)
ένδυμα, ενδυμασία
νεοελλ.
(κυρίως) γυναικείο φόρεμα (φουστάνι)
αρχ.-μσν.
1. (περιλπτ.) τα ενδύματα («ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω»)
2. το ένδυμα του βαπτίσματος
αρχ.
φρ. α) «χρηστηρία ἐσθής» — το ένδυμα της προφήτιδος
β) «μετρία ἐσθής» — απλή, απέριττη ενδυμασία
γ) «τήν ἐσθῆτα μεταβαλεῖν» — φορώ πένθιμα ρούχα
δ) «ἐσθὴς τῆς πόλεως» — το τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εσθής < έννυμι, με άγνωστες όμως τις λεπτομέρειες του σχηματισμού. Πιθ. < Fεστο-τᾱτ- < ρηματ. επίθ. Fεσ-τος και παρουσία του -θ- αναλογικά προς το ουδ. έσθος, έναντι του οποίου ο τ. εσθής είναι συνηθέστερος].