επιφλέγω: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(14) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιφλέγω]] (Α) [[φλέγω]]<br /><b>1.</b> [[κατακαίω]], [[πυρπολώ]] («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]], [[φλέγω]], [[πυρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξάπτω]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]] («[[σάλπιγξ]] δ’ ἀϋτῇ πάντ’ | |mltxt=[[ἐπιφλέγω]] (Α) [[φλέγω]]<br /><b>1.</b> [[κατακαίω]], [[πυρπολώ]] («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]], [[φλέγω]], [[πυρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξάπτω]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]] («[[σάλπιγξ]] δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανάβω]], [[εξάπτω]] από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φωτίζω]]<br /><b>6.</b> [[κάνω]] κάποιον διάσημο, [[λαμπρύνω]] («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για τον ήλιο) [[καίω]] υπερβολικά («ἤν... ὁ [[ἥλιος]]... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[λάμπω]], [[είμαι]] [[λαμπρός]] («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 27 March 2021
Greek Monolingual
ἐπιφλέγω (Α) φλέγω
1. κατακαίω, πυρπολώ («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», Ομ. Ιλ.)
2. θερμαίνω, φλέγω, πυρώνω
3. μτφ. εξάπτω, παροτρύνω, προτρέπω («σάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν», Αισχύλ.)
4. ανάβω, εξάπτω από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.)
5. φωτίζω
6. κάνω κάποιον διάσημο, λαμπρύνω («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῑς», Πίνδ.)
7. (αμτβ.) (για τον ήλιο) καίω υπερβολικά («ἤν... ὁ ἥλιος... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», Λουκιαν.)
8. μτφ. λάμπω, είμαι λαμπρός («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», Πίνδ.).