εξάλλομαι: Difference between revisions
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξάλλομαι]] (Α) [[άλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («ἐμμεμαὼς ([[λέων]]) βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> τινάζομαι από τη [[θέση]] μου<br /><b>3.</b> (για [[ψάρι]]) [[πηδώ]] έξω από το [[νερό]]<br /><b>4.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) εξαρθρώνομαι<br /><b>5.</b> (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα<br /><b>6.</b> (για άλογα) [[στέκομαι]] όρθιος στα [[πίσω]] πόδια<br /><b>7.</b> πρήζομαι, εξογκώνομαι<br /><b>9.</b> [[καταφεύγω]] («πρὸς τὸ πρῶτον | |mltxt=[[ἐξάλλομαι]] (Α) [[άλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («ἐμμεμαὼς ([[λέων]]) βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> τινάζομαι από τη [[θέση]] μου<br /><b>3.</b> (για [[ψάρι]]) [[πηδώ]] έξω από το [[νερό]]<br /><b>4.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) εξαρθρώνομαι<br /><b>5.</b> (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα<br /><b>6.</b> (για άλογα) [[στέκομαι]] όρθιος στα [[πίσω]] πόδια<br /><b>7.</b> πρήζομαι, εξογκώνομαι<br /><b>9.</b> [[καταφεύγω]] («πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῖνο... ἐξάλλονται», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
ἐξάλλομαι (Α) άλλομαι
1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς (λέων) βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. τινάζομαι από τη θέση μου
3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό
4. (για μέλος του σώματος) εξαρθρώνομαι
5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα
6. (για άλογα) στέκομαι όρθιος στα πίσω πόδια
7. πρήζομαι, εξογκώνομαι
9. καταφεύγω («πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῖνο... ἐξάλλονται», Πλούτ.).