ἀποτυχής: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτῠχής''': -ές, ([[τυγχάνω]], τυχεῑν) ὁ ἀποτυγχάνων, ἐν τῷ συγκρ. ἀποτυχέστερος τοῦ μὴ ὄντος Πλάτ. Σίσυφ. 391D.
|lstext='''ἀποτῠχής''': -ές, ([[τυγχάνω]], τυχεῖν) ὁ ἀποτυγχάνων, ἐν τῷ συγκρ. ἀποτυχέστερος τοῦ μὴ ὄντος Πλάτ. Σίσυφ. 391D.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 08:50, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτῠχής Medium diacritics: ἀποτυχής Low diacritics: αποτυχής Capitals: ΑΠΟΤΥΧΗΣ
Transliteration A: apotychḗs Transliteration B: apotychēs Transliteration C: apotychis Beta Code: a)potuxh/s

English (LSJ)

ές, A missing, Pl.Sis.391c (Comp.).

German (Pape)

[Seite 333] ές, im compar. τοῦ μὴ ὄντος, verfehlend, (Plat.) Sisyph. 391 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτῠχής: -ές, (τυγχάνω, τυχεῖν) ὁ ἀποτυγχάνων, ἐν τῷ συγκρ. ἀποτυχέστερος τοῦ μὴ ὄντος Πλάτ. Σίσυφ. 391D.

Spanish (DGE)

-ές
fallido, sin posibilidades de éxito ἀποτυχέστερος ... τοῦ μὴ ὄντος Pl.Sis.391c.

Greek Monolingual

ἀποτυχής, -ές (Α) αποτυγχάνω
αυτός που σφάλλει.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτῠχής: неудачливый: ἐπιτυχέστερος καὶ ἀποτυχέστερός τινος Plat. более или менее счастливый в достижении чего-л.