ηνιοχώ: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἡνιοχῶ, -έω<br />Α λακων. τ. ἀνιοχίω) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] με τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] όχημα («[[ἀνωτέρω]]... [[κατωτέρω]] ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]] («Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]] («ἡνιοχεῑν [[λέοντας]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἡνιοχοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />διευθύνομαι, οδηγούμαι.
|mltxt=(AM ἡνιοχῶ, -έω<br />Α λακων. τ. ἀνιοχίω) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] με τα [[ηνία]], [[οδηγώ]] όχημα («[[ἀνωτέρω]]... [[κατωτέρω]] ταῖς χερσὶν ἡνιοχεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]] («Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]] («ἡνιοχεῖν [[λέοντας]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἡνιοχοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />διευθύνομαι, οδηγούμαι.
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἡνιοχῶ, -έω
Α λακων. τ. ἀνιοχίω) ηνίοχος
1. κρατώ τα ηνία, οδηγώ με τα ηνία, οδηγώ όχημα («ἀνωτέρω... κατωτέρω ταῖς χερσὶν ἡνιοχεῖν», Ξεν.)
2. μτφ. κυβερνώ, διευθύνω («Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. οδηγώ, κατευθύνω («ἡνιοχεῖν λέοντας», Λουκιαν.)
2. παθ. ἡνιοχοῦμαι, -έομαι
διευθύνομαι, οδηγούμαι.