υμέτερος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(43)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έρα, -ο / [[ὑμέτερος]], -έρα, -ον, ΝΜΑ<br />(κτητ. αντων.) (λόγ. τ.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο [[δικός]] σας (α. «όλως [[υμέτερος]]» β. «ταῑς ὑμετέραις πόλεσι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπαν. [[αντί]] του <i>σός</i>) [[δικός]] σου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑμέτερον</i><br />όσον αφορά το δικό σας [[μέρος]], εσείς<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑμέτερα</i><br />πράγματα ή κτήματα που σάς ανήκουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑμε</i>- του [[ὑμεῖς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἡμέ</i>-<i>τερος</i>)].
|mltxt=-έρα, -ο / [[ὑμέτερος]], -έρα, -ον, ΝΜΑ<br />(κτητ. αντων.) (λόγ. τ.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο [[δικός]] σας (α. «όλως [[υμέτερος]]» β. «ταῖς ὑμετέραις πόλεσι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπαν. [[αντί]] του <i>σός</i>) [[δικός]] σου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑμέτερον</i><br />όσον αφορά το δικό σας [[μέρος]], εσείς<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑμέτερα</i><br />πράγματα ή κτήματα που σάς ανήκουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑμε</i>- του [[ὑμεῖς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἡμέ</i>-<i>τερος</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:00, 27 March 2021

Greek Monolingual

-έρα, -ο / ὑμέτερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ
(κτητ. αντων.) (λόγ. τ.)
1. αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο δικός σας (α. «όλως υμέτερος» β. «ταῖς ὑμετέραις πόλεσι», Πλάτ.)
2. (σπαν. αντί του σός) δικός σου
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑμέτερον
όσον αφορά το δικό σας μέρος, εσείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑμέτερα
πράγματα ή κτήματα που σάς ανήκουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμε- του ὑμεῖς + κατάλ. -τερος (πρβλ. ἡμέ-τερος)].